- σιτιοφοβία
- η, Νιατρ. παραληρηματική άρνηση σίτησης που αφορά όλα ή ορισμένα μόνον τρόφιμα και η οποία απαντά στη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση ή στο χρόνιο παραλήρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.